- ὑπεραυγάζομαι
- ὑπεραυγάζωeclipse by superior lightpres ind mp 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υπεραυγάζω — ΜΑ 1. καταυγάζω με ισχυρότατο φως, ακτινοβολώ πάνω σε κάτι με μεγάλη λαμπρότητα 2. εξαφανίζω το φως κάποιου άλλου με τη δύναμη τού δικού μου φωτός, επισκιάζω μσν. 1. μέσ. ὑπεραυγάζομαι διακρίνω καθαρά 2. παθ. φωτίζομαι («βοηθείας χρήζει ἡ… … Dictionary of Greek